- βιομηχανισμός
- ο1. η βιομηχανοποίηση2. συστηματική επιδίωξη αυξήσεως των βιομηχανικών εγκαταστάσεων μιας χώρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < βιομηχανία. Η λ. μαρτυρείται το 1891 από τον Γεώργ. Βιζυηνό στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.